Ο όρος «εικονιστική τέχνη» συχνά χρησιμοποιείται ως αντίποδας της αφηρημένης τέχνης. Πρόκειται για παραστατικά έργα τέχνης, κυρίως στη ζωγραφική και στη γλυπτική, των οποίων η θεματολογία και η πηγές έμπνευσης αντλούνται από πραγματικά αντικείμενα. Με τον όρο «εικονιστική τέχνη», δεν αναφερόμαστε στην τέχνη που αναπαριστά με ακρίβεια την ανθρώπινη μορφή. Αν και οι ανθρώπινες μορφές και οι φιγούρες ζώων βρίσκονται πολύ συχνά ανάμεσα στα θέματά της.
Λόχνερ Στέφαν, (Stephan Lochner). Γερμανός ζωγράφος (Μέερσμπουργκ 1408 – Κολονία 1451). Θεωρείται από τους σημαντικότερους υστερογοτθικούς Γερμανούς ζωγράφους, της Σχολής της Κολωνίας, που καλλιέργησε μια θρησκευτική τέχνη γεμάτη μυστικοπάθεια και τρυφερό λυρισμό. Οι δύο σημαντικοί σταθμοί στη διαμόρφωση του Λόχνερ ήταν η περίοδος της διαμονής του στις Κάτω Χώρες, όπου ο Ρομπέρ Καμπίν, πιθανός δάσκαλός του και ο Γιαν Βαν Άυκ, του δίδαξαν τον φλαμανδικό ρεαλισμό, και ένα ταξίδι στη Φλάνδρα. Το 1442 εγκαταστάθηκε στην Κολωνία.
Πάολο ντι Ντόνο, ο επονομαζόμενος Πάολο Ουτσέλλο, (Paolo di Dono ditto Paolo Uccello). Ιταλός ζωγράφος (Πρατοβέκκιο, Φλωρεντία 1397-Φλωρεντία 1475). Το 1407 ήταν βοηθός του Γκιμπέρτι και πιθανόν μαθητής του Γκεράρντο Σταρνίνα. Από το 1425 έως το 1430 βρισκόταν στη Βενετία και κατασκεύασε μαζί με άλλους ψηφιδωτά για τη βασιλική του Αγίου Μάρκου, που έχουν καταστραφεί. Η διαμόρφωσή του σε υστερογοτθικό περιβάλλον διακρίνεται στο τύμπανο της Σάντα Μαρία Νοβέλλα της Φλωρεντίας, που παρουσιάζει σκηνές από τη Γένεση και εκτελέστηκε αμέσως μετά τη διαμονή του καλλιτέχνη στη Βενετία.
Σιμόνε Μαρτίνι (Simone Martini), Ιταλός ζωγράφος, (Σιένα 1284-Αβινιόν 1344). Ένας από τους μεγαλύτερους γοτθικούς καλλιτέχνες και εκπροσώπους της σχολής της Σιένας του 14ου αιώνα. Η δραστηριότητά του είναι άγνωστη ως το 1315, που η Κοινότητα της Σιένας παράγγειλε στον Μαρτίνι μια «Μαεστά» (Παναγία εν Δόξη). Το πρώτο σωζόμενο χρονολογημένο έργο του είναι η «Μαεστά», νωπογραφία του 1315 στο δημαρχείο της Σιένας. Ο Μαρτίνι οργάνωσε την σύνθεση με μια ιδιαίτερη αίσθηση του χώρου. Αντικατέστησε την ιερατική ακινησία των αγίων της «Μαεστά» της μητροπόλεως της Σιένας με την έντονη συνομιλία των μορφών, που αν και τοποθετημένες σε διαφορετικά επίπεδα, συντονίζουν την προσευχή τους με τις ζωηρές διασταυρώσεις των βλεμμάτων και με τον απαλό ρυθμό της γραμμής, που διατρέχει τις μορφές και καταλήγει στην κυματοειδή κίνηση του κιβωρίου.
Με τον όρο γοτθική, δηλαδή βόρεια και βαρβαρική, χαρακτήρισαν υποτιμητικά οι καλλιτέχνες και οι λόγιοι της Αναγεννήσεως την τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα. Ο όρος μετέβαλε έννοια και έφτασε να σημαίνει συμβατικά, γιατί δεν έχει καμία σχέση με τους Γότθους, μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορική εξέλιξη των μορφών. Η γοτθική περίοδος, αρχίζει τον 12ο αιώνα και τελειώνει όταν τον 15ο ή τον 16ο αιώνα, διεισδύουν στις διάφορες χώρες οι κλασικίζουσες μορφές της Αναγεννήσεως. Το ζήτημα της καταγωγής της γοτθικής αρχιτεκτονικής δεν έχει απόλυτα διευκρινιστεί. Βέβαιο είναι ότι οι οικοδόμοι και οι λιθοξόοι των μεγάλων καθεδρικών ναών, έπρεπε να έχουν αρκετά ανεπτυγμένες τεχνικές και μαθηματικές γνώσεις και ότι στη διαμόρφωση των σχεδίων και όλων των στοιχείων της κατασκευής και της διακοσμήσεως των γοτθικών κτιρίων συνέβαλε το λεπτό διαλεκτικό πνεύμα της σχολαστικής φιλοσοφίας.